ζαχαρόμετρο

ζαχαρόμετρο
το
το σακχαρόμετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σακχαρόμετρο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) όργανο με το οποίο μετρείται η περιεκτικότητα ενός διαλύματος σε ζάχαρη, αλλ. ζαχαρόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saccharometer (< σάκχαρο + μέτρο). Η λ., στον λόγιο τ. σακχαρόμετρον, μαρτυρείται από το 1886… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”